ποντίφεξ

ποντίφεξ
-ικος, ὁ, Α
βλ. ποντίφηκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποντίφηκας — ο / ποντίφεξ, ικος, ΜΝΑ, και ποντίφικας και ποντίφηξ, Ν (στους Ρωμαίους) α) μέλος συμβουλευτικού σώματος που βοηθούσε τον ανώτατο άρχοντα στα θρησκευτικά του καθήκοντα β) φρ. «μέγιστος προντίφεξ» ο επικεφαλής τής θρησκευτικής ιεραρχίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”